- εὐπαρατύπωτος
- εὐ-παρα-τύπωτος, leicht zu verprägen, zu verfälschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπαρατύπωτος — εὐπαρατύπωτος, ον (Α) 1. (για νομίσματα) αυτός που παραχαράσσεται εύκολα 2. αυτός που δέχεται εύκολα ψεύτικες εντυπώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τυπόω, ώ «τυπώνω κακώς»] … Dictionary of Greek
εὐπαρατύπωτα — εὐπαρατύπωτος easily misled by false impressions neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)